- φαεινότητα
- [-ης (-ητος)] η блеск, сверкание, сияние
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φαεινότητα — η, Ν λαμπρότητα, φωτεινότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαεινός. Η λ., στον λόγιο τ. φαεινότης, μαρτυρείται από το 1854 στο περιοδικό (Νέα) Πανδώρα] … Dictionary of Greek